- υψηλόκορμος
- -η, -ο και ψηλόκορμος, -η, -ο αυτός που έχει υψηλό κορμό, υψηλό ανάστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υψηλόκορμος — και ψηλόκορμος, η, ο, Ν 1. (για δέντρο) αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για πρόσ.) ψηλός, υψηλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + κορμός] … Dictionary of Greek
υψίκορμος — η, ο, Ν υψηλόκορμος, ψηλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κορμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
υψηλόσωμος — και ψηλόσωμος, η, ο, Ν υψηλόκορμος, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + σωμος (< σώμα). Η λ. ὑψηλόσωμος, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη] … Dictionary of Greek
ψηλόκορμος — η, ο, Ν βλ. υψηλόκορμος … Dictionary of Greek
υψίκορμος — η, ο υψηλόκορμος (βλ. λ.): Υψίκορμο έλατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υψηλόσωμος — η, ο αυτός που έχει υψηλό κορμό, υψηλόκορμος, υψηλός: Υψηλόσωμοι άντρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)